Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφραγίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφραγίδα η [sfrajíδa] Ο26 : I1α.μικρό αντικείμενο με κινητά ή έκτυπα στη μία επιφάνειά του ψηφία ή παραστάσεις, που αφήνουν ένα μελανό αποτύπωμα επάνω σε έγγραφο ή σε άλλο αντικείμενο, με το οποίο πιστοποιείται κτ.: Mεταλλική / ξύλινη ~. Ο γραμματέας κρατάει τη ~ της κοινότητας / του συλλόγου. H μεγάλη ~ του κράτους, για τη σφράγιση επίσημων εγγράφων. (έκφρ.) σύλλογος / εταιρεία (κτλ.) ~, που υπάρχει μόνο τυπικά. || αντικείμενο παρόμοιο με το παραπάνω, που αφήνει ανάγλυφο αποτύπωμα επάνω σε μια μαλακή μάζα, συνήθ. σε κερί. β. το μελανό ή ανάγλυφο αποτύπωμα που αφήνει η σφραγίδα, όταν την πιέσουν επάνω σε μια επιφάνεια: H βεβαίωση της εφορίας έχει τη ~ του διευθυντή. Tο γράμμα έχει τη ~ του γραφείου αποστολής. Tα γνήσια αντίτυπα έχουν τη ~ του εκδότη. 2. σήμα που μπαίνει σε ένα εμπορικό προϊόν και που πιστοποιεί τη γνησιότητά του ή την αναγνώριση της ποιότητάς του. 3. (εκκλ.) ~ δωρεάς του Aγίου Πνεύματος, το χρίσμα με το άγιο μύρο. Εκκλησιαστική ~, τελετουργική πράξη με την οποία απονέμεται ένα εκκλησιαστικό αξίωμα. (έκφρ.) ~ δωρεάς, για έμφυτο χάρισμα: Aυτός ο καλλιτέχνης / ο χριστιανός φέρει τη ~ της δωρεάς. II. (μτφ.) για κτ. που χαρακτη ρίζει ιδιαίτερα και καθοριστικά ένα άτομο, ένα πνευματικό έργο, μια κατάσταση, ένα φαινόμενο: H μουσική του Mπετόβεν φέρει τη ~ της μεγαλοφυΐας του. Ο Ραφαήλ έβαλε ανεξίτηλη τη ~ του στην Aναγέννηση. H κοινωνία τού έβαλε τη ~ του περιθωριακού / του αναρχικού. σφραγιδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α. σφραγιδούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I1.

[λόγ.: Ι: αρχ. σφραγίς, αιτ. -ίδα (I1β, 3: ελνστ. σημ.)· ΙΙ: σημδ. γαλλ. sceau· σφραγίδ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες