Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφην
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφήνα η [sfína] Ο25 : 1α.κομμάτι από ξύλο ή από μέταλλο, σε σχήμα πρίσματος, του οποίου το ένα άκρο που είναι αιχμηρό πιέζεται με δύναμη ανάμεσα σε δύο σώματα, για να τα χωρίσει ή για να τα στερεώσει: H σιδερένια ~ του λιθοξόου. Kρατώ ανοιχτή την πόρτα με μια ξύλινη ~. β. ό,τι μοιάζει στο σχήμα ή στη λειτουργία με σφήνα: ~ μηχανής, εξάρτημα με το οποίο συνδέονται διάφορα στοιχεία μεταξύ τους. 2. (μτφ.) ό,τι παρεμβάλλεται σε μια διαδικασία ή σε μια πορεία και εμποδίζει τη συνεχή και ομαλή εξέλιξη ή κίνησή της: Διαφημιστικές σφήνες, που προβάλλονται κατά τη διάρκεια ενός προγράμματος. Mπαίνει (σαν) ~ ανάμεσα στα αυτοκίνητα που κινούνται κανονικά. Ο παίχτης δημιουργεί μια ~, μπαίνει σαν σφήνα στην αντίπαλη ομάδα. ~ του B κόμματος στην προσπάθεια συνεργασίας του A και Γ κόμματος, εμπόδιο που παρεμβάλλεται.

[αρχ. σφήν ὁ, αιτ. -ῆνα μεταπλ. σε θηλ. κατά τη σκίζα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφηνάκι το [sfináki] Ο44α : μικρό ποτήρι για δυνατό ποτό, καθώς και το περιεχόμενό του: Ήπιε ένα ~.

[σφήν(α) -άκι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφηνοειδής -ής -ές [sfinoiδís] Ε10 : α.που έχει το σχήμα σφήνας. || (γλωσσ.) ~ γραφή και ως ουσ. η σφηνοειδής, αρχαία συλλαβική γραφή των ανατολικών λαών, στην οποία οι συλλαβές ήταν συνδυασμός δύο ή περισσότερων σφηνών. β. που καταλήγει σε αιχμή. || (ανατ.) σφηνοειδές οστό και ως ουσ. το σφηνοειδές, οστό που βρίσκεται στη βάση του κρανίου, ανάμεσα στο ινιακό και στο ηθμοειδές.

[λόγ. < ελνστ. σφηνοειδής `σε σχήμα σφήνας΄ & σημδ.: α: γαλλ. cunéiforme· β: γαλλ. sphénoide < ελνστ. σφηνοειδής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφηνόλιθος ο [sfinóliθos] Ο20α : πέτρα σε σχήμα σφήνας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή θόλων ή τόξων σε οικοδομήματα.

[λόγ. σφην- (δες σφήνα) -ο- + λίθος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφήνωμα το [sfínoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σφηνώνω: Tο ~ της πόρτας.

[σφηνώ(νω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφηνώνω [sfinóno] -ομαι Ρ1 : 1.(συνήθ. παθ.) για κτ. που, κατά λάθος, μπαίνει στο διάκενο δύο σωμάτων, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή ή μετακίνησή του: Σφηνώθηκε το βιβλίο και δεν ανοίγει το συρτάρι. Kατά τη σύγκρουση η μοτοσικλέτα σφηνώθηκε κάτω από το φορτηγό. || Σφήνωσε το συρτάρι / η πόρτα, σφηνώθηκε. 2. στερεώνω κτ. με σφήνα: Σφήνωσα την πόρτα με έναν τάκο για να μην ανοίγει / κλείνει. ΦΡ μου σφηνώνεται κτ. (στο μυαλό), για σκέψη, ιδέα που με απασχολεί έντονα και συνεχώς και από την οποία δεν μπορώ να απαλλαγώ.

[ελνστ. σφην(ῶ) -ώνω, αρχ. σφηνοῦμαι `τέμνομαι με σφήνα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες