Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συχνά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συχνάζω [sixnázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : πηγαίνω συχνά κάπου, συνήθ. ως πελάτης ή ως καλεσμένος: Aυτός συχνάζει στο καφενείο της πλατείας. Στο σπίτι της συχνάζουν πολλοί καλλιτέχνες. Δε ~ σε νυχτερινά κέντρα, δε συνηθίζω να πηγαίνω.

[λόγ. < ελνστ. συχνάζω `πηγαίνω συχνά κάπου΄ & σημδ. γαλλ. frequenter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες