Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συστρέφω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συστρέφω [sistréfo] -ομαι Ρ αόρ. συνέστρεψα, απαρέμφ. συστρέψει, παθ. αόρ. συστράφηκα, απαρέμφ. συστραφεί, μππ. συστραμμένος και συνεστραμμένος* : στρέφω κτ. μία ή περισσότερες φορές γύρω από έναν πραγματικό ή νοητό άξονα· στρίβω3: Tο συρματόσκοινο αποτελείται από σύρματα που τα έχουν συστρέψει γύρω από ένα χοντρό νήμα. Tα αναρριχώμενα φυτά συστρέφονται γύρω από κορμούς δέντρων.

[λόγ. < αρχ. συστρέφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες