Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνωστίζομαι [sinostízome] Ρ2.1β : σπρώχνω κπ. και σπρώχνομαι από αυτόν, πιέζοντας και πιεζόμενος από ένα πλήθος ανθρώπων, που βρίσκονται σε ένα σχετικά μικρό χώρο και συνήθ. σε κίνηση· συνωθούμαι: Δεκάδες άτομα συνωστίζονται στις στάσεις των λεωφορείων / μπροστά στα ταμεία των τραπεζών / στα μουσεία ή στους αρχαιολογικούς χώρους.
[λόγ. < συν- αρχ. ὠστίζομαι (επιτατ. του ὠθοῦμαι)]