Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνταξιδιώτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνταξιδιώτης ο [sindaksiδjótis] Ο10 θηλ. συνταξιδιώτισσα [sindaksiδjótisa] Ο27 : αυτός που ταξιδεύει μαζί με κπ. άλλον ή με κάποιους άλλους.

[λόγ. συν- ταξιδιώτης· λόγ. συνταξιδιώτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες