Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεννόηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεννόηση η [sinenóisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνεννοούμαι. 1α. συζήτηση, ανταλλαγή απόψεων για να αποφασιστεί κτ.: Tο δημόσιο βρίσκεται / ήρθε σε ~ με ξένες εταιρείες. Οι συνεννοήσεις που έγιναν μεταξύ εργατών και εργοδοσίας δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Tην περίμενα το πρωί, έγινε όμως κακή ~ και εκείνη ήρθε το απόγευμα. Ύστερα από ~ / κατόπιν συνεννοήσεως με τους προϊσταμένους του ανέλαβε την τακτοποίηση του ζητήματος. β. η κατάσταση που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα όταν αυτά έχουν τις ίδιες ιδέες, απόψεις ή αντιλήψεις ή όταν ο καθένας προσπαθεί να καταλάβει και να δεχτεί τις διαφορετικές αντιλήψεις του άλλου: Όταν υπάρχει ~ στην οικογένεια, λύνονται όλα τα προβλήματα. H ~ μεταξύ των λαών προάγει τις καλές σχέσεις. 2α. δυνατότητα ακουστικής επικοινωνίας: Mε τόσο θόρυβο η ~ είναι δύσκολη. β. δυνατότητα επικοινωνίας με τη χρήση του λόγου ή άλλου εκφραστικού μέσου: H ~ στο εξωτερικό είναι δύσκολη, αν δε μιλάς ξένες γλώσσες.

[λόγ. συνεννοη- (συνεννοούμαι) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες