Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναρμολόγηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναρμολόγηση η [sinarmolójisi] Ο33 : η ενέργεια του συναρμολογώ. 1. το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες γίνεται η ένωση των απλών τμημάτων μιας σύνθετης κατασκευής· μοντάρισμα: ~ κινητήρα / μηχανής / αυτοκινήτου. Εργοστάσιο συναρμολόγησης αεροπλάνων. 2. (μτφ., για αφηρ. ουσ.) σύνδεση απλών στοιχείων και δημιουργία ενός σύνθετου όλου.

[λόγ. συναρμολογη- (συναρμολογώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες