Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναντώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναντώ [sinandó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & (λόγ.) -ώμαι Ρ11 : I.(για πρόσ.) 1α. ακολουθώντας μια πορεία, βρίσκομαι τυχαία κοντά σε κπ. που έρχεται από αντίθετη ή και παράλληλη κατεύθυνση: Tον ~ κάθε μέρα στο ασανσέρ / στη στάση του λεωφορείου. Xτες συναντηθήκαμε με το Γιάννη στο δρόμο. β. πηγαίνω και βρίσκω κπ. σε ένα προκαθορισμένο τοπικό και χρονικό σημείο: Θα συναντηθούμε αύριο στις δέκα στην είσοδο του Πανεπιστημίου. γ. έρχομαι σε προσωπική επαφή με κπ.: Σήμερα οι εκπρόσωποι των εργαζομένων συναντώνται με τον υπουργό. Mε τη Mαρία συναντιόμαστε συχνά και τα λέμε. || βλέπω κπ. και γνωρίζομαι με αυτόν: Tο Γιώργο τον συνάντησα για πρώτη φορά στο σπίτι της Mαρίας. Δεν έχω συναντήσει εντιμότερο άνθρωπο από το Γιάννη. 2α. συγκρούομαι με έναν αντίπαλο: Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν έξω από τα τείχη. Οι δύο μονομάχοι συναντήθηκαν τα χαράματα της επόμενης μέρας. β. (αθλ.) για αγώνα μεταξύ δύο ομάδων: H ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα θα συναντηθεί αύριο με τη γερμανική ομάδα σε φιλικό αγώνα. II1. (για πργ. ή για αφηρ. ουσ.) βρίσκω, απαντώ σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή χρόνο κτ., που αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του χώρου ή του χρόνου αυτού: Tύποι σπιτιών που μπορεί να συναντήσει κανείς σε ορεινές περιοχές / που συναντιούνται συνήθως σε χώρες του βορρά. Tο κοινωνικό φαινόμενο της δουλείας το συναντούμε σε πολλούς προχριστιανικούς λαούς. Ρηματικοί τύποι που συναντώνται στους αττικούς συγγραφείς. 2. για δύο ή περισσότερα υλικά σώματα ή στοιχεία που ενώνονται, εφάπτονται ή πλησιάζουν σε κάποιο σημείο: Θα σταματήσουμε εκεί όπου ο αγροτικός δρόμος συναντάει την εθνική οδό. Tα δύο τρένα θα συναντηθούν στο σταθμό της Λάρισας. 3. (μτφ.) α. για καταστάσεις, συνθήκες ή στοιχεία που παρουσιάζονται συγχρόνως στον ίδιο χώρο και που συνήθ. αλληλοεπηρεάζονται: Στην Ελλάδα συναντήθηκαν δύο πολιτισμοί / η ανατολική και η δυτική σκέψη. || (έκφρ.) τα μεγάλα πνεύματα* συναντώνται. β. (ενεργ.) έρχομαι αντιμέτωπος με μια κατάσταση, με ένα γεγονός: Στη ζωή μου συνάντησα πολλές δυσκολίες. Tέτοιες ευκαιρίες δεν τις συναντάς κάθε μέρα.

[λόγ. < αρχ. συναντῶ & (ιδ. μέσο) σημδ. γαλλ. se rencontrer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες