Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναθροίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναθροίζω [sinaθrízo] -ομαι Ρ2.1 : (συνήθ. για πρόσ.) συγκεντρώνω ένα μεγάλο συνήθ. αριθμό ατόμων σε ένα χώρο: Συνάθροισε όλα τα παιδιά μέσα στο σχολείο. Όλα τα μέλη της οργάνωσης συναθροίστηκαν στο σπίτι του αρχηγού. Kόσμος πολύς ήταν συναθροισμένος στο λιμάνι περιμένοντας το καράβι.

[λόγ. < αρχ. συναθροίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες