Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναίσθημα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναίσθημα το [sinésθima] Ο49 : (ψυχ.) ευχάριστη ή δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που προκαλείται από αισθήματα, παραστάσεις ή σκέψεις: Tο ~ της χαράς / της λύπης / της αγάπης / του μίσους / του φόβου. Ευχάριστο / δυσάρεστο / αρνητικό / θετικό ~. Kατώτερα / ανώτερα συναισθήματα, που συνδέονται με την ικανοποίηση υλικών / πνευματικών αναγκών. Θεωρητικά / καλαισθητικά / ηθικά / θρησκευτικά συναισθήματα, ανώτερα συναισθήματα με τα οποία εκδηλώνεται η στάση του ατόμου απέναντι στις αξίες της αλήθειας, της ομορφιάς, της αρετής και της αγιότητας. Εκδηλώνω / εκφράζω τα συναισθήματά μου με λόγια / με έργα. Aνάμεικτα συναισθήματα, π.χ. χαράς και λύπης, ελπίδας και φόβου. || η τάση του ατόμου να επηρεάζεται από τα συναισθήματά του (σε αντιδιαστολή προς τη νόηση και τη βούληση): Kρίνει και ενεργεί με την ψυχρή λογική και όχι με το ~.

[λόγ. < ελνστ. συναίσθημα `κοινή αντίληψη΄ κατά τη σημ. του συναισθάνομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναισθηματικός -ή -ό [sinesθimatikós] Ε1 : 1.που αφορά τα συναισθήματα ή που προκαλείται από κάποιο συναίσθημα: Ο ~ κόσμος / η συναισθηματική ζωή του ανθρώπου. Bρίσκεται σε άσχημη συναισθηματική κατάσταση, έχει δυσάρεστα συναισθήματα. || (ειδικότ.) που αφορά τα συναισθήματα αγάπης, τρυφερότητας: H μητέρα καλύπτει τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού. Έχει συναισθηματικά προβλήματα. Έχει συναισθηματικούς δεσμούς με την πατρίδα του. 2. για πρόσωπο που κυριαρχείται από συναισθήματα αγάπης και τρυφερότητας, που είναι ευαί σθητος και τρυφερός: ~ άνθρωπος. συναισθηματικά ΕΠIΡΡ: Aντιδρά / κρίνει ~ και όχι ψυχρά και λογικά. ~ φορτισμένη κατάσταση / λέξη.

[λόγ. συναισθηματ- (συναίσθημα) -ικός μτφρδ. γαλλ. sentimental]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναισθηματικότητα η [sinesθimatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ατόμου να δοκιμάζει συναισθήματα ευχάριστα ή δυσάρεστα.

[λόγ. συναισθηματικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναισθηματισμός ο [sinesθimatizmós] Ο17 : η τάση ενός ατόμου να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις συναισθηματικά και όχι ρεαλιστικά και αντικειμενικά. || (πληθ.) ενέργειες που υπαγορεύονται από συναισθηματισμό: Άφησε τους συναισθηματισμούς και κοίταξε το συμφέρον σου.

[λόγ. συναισθηματ- (συναίσθημα) -ισμός μτφρδ. γαλλ. sentimentalisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες