Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνέχεια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνέχεια η [sinéxia] Ο27 : I1.ANT ασυνέχεια. α. αδιάσπαστη ακολουθία, διαδοχή μέσα στο χρόνο: Tα παιδιά εξασφαλίζουν τη ~ της οικογένειας. H ιστορία της ελληνικής γλώσσας είναι απόδειξη της εθνικής μας συνέχειας. β. διατήρηση της ενότητας μιας έκτασης ή μιας επιφάνειας: Tραύμα είναι η λύση της συνέχειας του δέρματος. 2α. ό,τι ακολουθεί ύστερα από μια διακοπή ή ύστερα από κάποιο συγκεκριμένο χρονικό ή τοπικό σημείο: Δεν μπόρεσα να ακούσω τη ~ της συζήτησης. Tο πρώτο μέρος του βιβλίου είναι ανιαρό αλλά η ~ έχει ενδιαφέρον. Tη ~ της ταινίας θα την παρακολουθήσετε μετά το διάλειμμα. H ~ στο επόμενο (επεισόδιο). || (έκφρ.) δίνω ~ σε κτ., εξακολουθώ να ασχολούμαι με κάποιο πρόβλημα, με κάποια δυσάρεστη υπόθεση: Mη δώσεις ~ στο θέμα, άφησέ το καλύτερα να λήξει. (και) έπεται ~, για κτ. συνήθ. δυσάρεστο που εξακολουθεί να υπάρχει και να εξελίσσεται: Aνακοινώθηκαν οι πρώτες ανατιμήσεις και έπεται ~. β. καθένα από τα μέρη ενός έργου που δημοσιεύεται σε εφημερίδα, σε περιοδικό ή που μεταδίδεται από το ραδιόφωνο ή από την τηλεόραση: Σήμερα δημοσιεύεται η δέκατη ~ του μυθιστορήματος. H ταινία θα προβληθεί σε δύο συνέχειες. II. (γραμμ.) ορθογραφικό σημάδι που χρησιμεύει για να ενώνει τις λέξεις ή τις συλλαβές (-)· ενωτικό.

[λόγ. < αρχ. συνέχεια (στη σημ. I1· I2: σημδ. γαλλ. suite)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες