Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμφορά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμφορά η [simforá] Ο24 : 1.γεγονός, συνήθ. απρόσμενο, που φέρνει στον άνθρωπο πολύ μεγάλη δυστυχία: Θάνατοι, πόλεμοι, φυσικές καταστροφές είναι συμφορές που πλήττουν την ανθρωπότητα. Tον βρήκε / έπαθε μεγάλη ~. (επιφωνηματική έκφρ.) (αχ) ~ μου / σου / του, όταν συμβεί σε κπ. μια δυστυχία ή, σε σχήμα υπερβολής, κτ. δυσάρεστο. 2. ως χαρακτηρισμός προσώπου που το θεωρούμε υπεύθυνο κάποιας συμφοράς: Οι δημαγωγοί ήταν η ~ της πατρίδας μας. Aυτό το παιδί είναι η ~ της οικογένειάς του. || (οικ.) για κπ. που μας προκαλεί μεγάλη ενόχληση: Aυτό το παιδί είναι ~. ΦΡ της συμφοράς, για κπ. ή για κτ. χωρίς αξία, χαμηλής απόδοσης ή ποιότητας: Hθοποιός / ξενοδοχείο της συμφοράς.

[λόγ. < αρχ. συμφορά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες