Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμφέρον
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμφέρον το [simféron] Ο53 : ό,τι συμφέρει κπ., ό,τι φέρνει κέρδος σε κπ. ή γενικότερα τον ωφελεί: Ενδιαφέρεται μόνο για το ατομικό / προσωπικό του ~ και όχι για το κοινό / κοινωνικό ~. Θέτει το κομματικό του ~ πάνω από το εθνικό ~. Yπηρετεί το ~ της πατρίδας. Kοιτάω το ~ μου. Kάνω κτ. από ~, για το συμφέρον μου. Γάμος από ~ και όχι από έρωτα. Nαυτιλιακή εταιρεία ελληνικών συμφερόντων, με ελληνικά κεφάλαια. Είναι άνθρωπος του συμφέροντος, συμφεροντολόγος. Είναι προς το ~ σου, για το συμφέρον σου. Είναι προς το ~ της αλήθειας, για κτ. που βοηθάει την εύρεση της αλήθειας. Tο καλώς νοούμενο* ~. Έχω ~, περιμένω κάποιο όφελος από κπ. ή από κτ.: Ποιος είχε ~ να τον σκοτώσει; Πολλοί έχουν ~ σ΄ αυτή / από αυτή την υπόθεση. (λόγ. έκφρ.) το ίδιον ~, το προσωπικό. || (νομ.): Έννομο ~. || (πληθ.) το σύνολο των υλικών ή άλλων δικαιωμάτων ή πλεονεκτημάτων: Ο δικηγόρος εκπροσωπεί τα οικονομικά συμφέροντα του πελάτη του. Εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων. Σύγκρουση ταξικών συμφερόντων. Έχει συμφέροντα σε μια εταιρεία πετρελαίου. Zει σε επαρχία, γιατί εκεί έχει τα συμφέροντά του, δουλειά, περιουσία κτλ.

[λόγ. < αρχ. συμφέρον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμφεροντολογία η [simferondolojía] Ο25 : η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του συμφεροντολόγου.

[λόγ. συμφεροντ- (συμφέρον) -ο- + -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμφεροντολογικός -ή -ό [simferondolojikós] Ε1 : που κινείται από συμφέρον, που εξυπηρετεί κάποιο συμφέρον: Συμφεροντολογική στάση. Συμφεροντολογικές σκέψεις. συμφεροντολογικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί ~.

[λόγ. συμφεροντολογ(ία) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμφεροντολόγος -α / -ος -ο [simferondolóγos] Ε14 : που έχει ως κίνητρο των ενεργειών του πάντοτε το προσωπικό του συμφέρον· ιδιοτελής. || (ως ουσ.) ο συμφεροντολόγος, θηλ. συμφεροντολόγα.

[λόγ. συμφεροντ- (συμφέρον) -ο- + -λόγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες