Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμμέτοχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμμέτοχος ο [simétoxos] Ο19 θηλ. συμμέτοχος [simétoxos] Ο36 : αυτός που έχει συμμετοχή σε κτ.: Είναι ~ στα κέρδη της εταιρείας. Όλοι είμαστε συμμέτοχοι στην καταστροφή του πλανήτη μας. Είμαι ~ στη χαρά / στη λύπη σου.

[λόγ. < ελνστ. συμμέτοχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες