Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συκῆ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συκή η [sikí] Ο29 : (λόγ.) συκιά. ΦΡ φύλλο συκής, για ρούχο που μόλις καλύπτει τα απόκρυφα σημεία του σώματος: Kυκλοφορούσε με ένα φύλλο συκής και μτφ. έριξε / έπεσε το φύλλο συκής, κάθε πρόσχημα για τη συγκάλυψη κάποιας επαίσχυντης ενέργειας.

[λόγ. < αρχ. συκῆ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες