Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συζητητικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συζητητικός -ή -ό [sizititikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συζήτηση. συζητητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. συζητητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες