Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συζήτηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συζήτηση η [sizítisi] Ο33 : 1α.προφορική κυρίως ανταλλαγή απόψεων για ένα ορισμένο θέμα: Οι εκπρόσωποι των δύο χωρών είχαν μία μακρά και εποικοδομητική ~. Tο θέμα θα έρθει προς ~ στη συνεδρίαση του διοι κητικού συμβουλίου. Θα γίνει ~ στη βουλή επί του νομοσχεδίου. Οργανώθηκε δημόσια ~ με θέμα τα ναρκωτικά. Συντονιστής μιας τηλεοπτικής / δημόσιας συζήτησης, στην οποία θα συμμετάσχει και το κοινό. Οι πολιτικές συζητήσεις συχνά είναι έντονες. Γόνιμη φιλολογική ~ από τις στήλες περιοδικού / εφημερίδας. (νομ.) ~ στο ακροατήριο / επ΄ ακροατηρίω. || κουβέντα: Έπιασε / άρχισε τη ~ και πέρασε η ώρα. Mην κάνεις ~ για όσα είπαμε. Aλλάζω τη ~, παύω να συζητώ για ένα δυσάρεστο θέμα και λέω κτ. άλλο. Φέρνω τη ~ σε κάποιο θέμα, με τον κατάλληλο τρόπο στρέ φω τη συζήτηση σε κτ. που με ενδιαφέρει. (έκφρ.) το έφερε* η ~. β. σκέ ψη, μελέτη: Aυτό θέλει / σηκώνει πολλή ~. (έκφρ.) δε γίνεται ~, για κτ. που το αποκλείουμε εντελώς. χωρίς ~, για κτ. που δεχόμαστε ανεπιφύλακτα. αυτός / αυτό δεν είναι για ~, για κπ. ή για κτ. που απορρίπτουμε κατηγορηματικά. || αντίρρηση, διαφωνία: Aυτό δε σηκώνει ~. Δε θέλω συζητήσεις! 2. θετικά ή αρνητικά σχόλια: H χτεσινή πρώτη παράσταση του Εθνικού Θεάτρου προκάλεσε πολλές συζητήσεις. Ο γάμος τους έγινε θέμα συζητήσεως. Γενικό θέμα συζητήσεως αυτές τις μέρες είναι οι εκλογές. || αρνητικά σχόλια, κουτσομπολιά: Πρόσεξε τη συμπεριφορά σου, για να μην αρχίσουν πάλι οι συζητήσεις.

[λόγ. < ελνστ. συζήτη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες