Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγύρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγύρισμα το [sijírizma] Ο49 : η ενέργεια του συγυρίζω. I. τακτοποίηση: Tο ~ του σπιτιού. Tο δωμάτιο θέλει ~. II. (μτφ., οικ.) αυστηρή τιμωρία: Tου χρειάζεται ένα καλό ~!

[συγυρισ- (συγυρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες