Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκρούομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκρούομαι [siŋgrúome] Ρ αόρ. συγκρούστηκα, απαρέμφ. συγκρουστεί (χωρίς μππ.) : 1.για κτ. (συνήθ. για μεταφορικό μέσο) που, ενώ κινείται, πέφτει με ορμή επάνω σε κτ. άλλο που κινείται στην αντίθετη ή στην ίδια κατεύθυνση: Επιβατικό αυτοκίνητο συγκρούστηκε με (σταθμευμένο) φορτηγό. Συγκρούστηκαν δύο τρένα / πλοία / αεροπλάνα. || (ως ουσ.) τα συγκρουόμενα, αυτοκινητάκια σε λούνα παρκ. 2. συμπλέκομαι ή συνάπτω μάχη: Οι διαδηλωτές συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Οι στρατοί των Ελλήνων και των Περσών συγκρούστηκαν στο Mαραθώνα. 3. (μτφ., για πρόσ. ή για αφηρ. ουσ.) έρχομαι σε πλήρη αντίθεση με κπ. ή με κτ. άλλο, έρχομαι σε σύγκρουση: Aποφεύγει να συγκρουστεί με τους γονείς του, να έρθει σε ρήξη. Συγκρούονται τα συμφέροντά τους.

[λόγ. < αρχ. συγκρούω, ελνστ. συγκρούομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες