Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκροτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκροτώ [siŋgrotó] -ούμαι Ρ10.9 μππ. συγκροτημένος* : συγκεντρώνω και οργανώνω επί μέρους στοιχεία (πρόσωπα ή πράγματα) για να σχηματίσω ένα λειτουργικό ή αρμονικό σύνολο: Οι κάτοικοι συγκρότησαν μία επιτροπή διαμαρτυρίας. Tο διοικητικό συμβούλιο συγκροτήθηκε σε σώμα. H κυβέρνηση συγκροτήθηκε από γνωστά στελέχη του κόμματος. Ο χαρακτήρας ενός λαού συγκροτείται από κληρονομημένες ιδιότητες.

[λόγ. < αρχ. συγκροτῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες