Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συγκροτώ [siŋgrotó] -ούμαι Ρ10.9 μππ. συγκροτημένος* : συγκεντρώνω και οργανώνω επί μέρους στοιχεία (πρόσωπα ή πράγματα) για να σχηματίσω ένα λειτουργικό ή αρμονικό σύνολο: Οι κάτοικοι συγκρότησαν μία επιτροπή διαμαρτυρίας. Tο διοικητικό συμβούλιο συγκροτήθηκε σε σώμα. H κυβέρνηση συγκροτήθηκε από γνωστά στελέχη του κόμματος. Ο χαρακτήρας ενός λαού συγκροτείται από κληρονομημένες ιδιότητες.
[λόγ. < αρχ. συγκροτῶ]