Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγκεντρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συγκεντρώνω [singendróno] -ομαι Ρ1 μππ. συγκεντρωμένος* : 1.μαζεύω, συναθροίζω κάπου ένα (μεγάλο) αριθμό: α. προσώπων: H διεθνής έκθε ση συγκεντρώνει πλήθος επισκεπτών. Ο διευθυντής συγκέντρωσε τους μα θητές στο προαύλιο και τους μίλησε. Στο συνέδριο συγκεντρώθηκαν συνδικαλιστές από όλη την Ελλάδα. β. πραγμάτων: H εκκλησία συγκέντρωσε χρήματα και ρουχισμό για τους φτωχούς. Ο πλούτος / η εξουσία συγκεντρώθηκε στα χέρια λίγων ανθρώπων. Συγκέντρωσε το υλικό για τη διατριβή του. H πρόταση (δε) συγκέντρωσε την απαραίτητη πλειοψηφία για να εγκριθεί. H ομάδα κατάφερε να συγκεντρώσει τους βαθμούς που χρεια ζόταν για να προκριθεί. Συγκεντρώνουν υπογραφές για το αίτημά τους. || προσελκύω, τραβώ: H συναυλία συγκέντρωσε το ενδιαφέρον πολλών μουσικόφιλων. Tο επεισόδιο συγκέντρωσε την προσοχή των περαστικών. H εντυπωσιακή γυναίκα συγκέντρωσε πάνω της τα βλέμματα των ανδρών. 2. κατευθύνω την προσοχή, τη σκέψη, τις προσπάθειές μου αποκλειστικά σε κτ.: H κυβέρνηση συγκέντρωσε την προσοχή της στην οικονομία. Tο μυαλό του συγκεντρώθηκε στην οδήγηση. Συγκέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην επίτευξη των στόχων τους. 3. (παθ.) διαθέτω, κατευθύνω τις πνευματικές και ψυχικές μου δυνάμεις απερίσπαστα σε κτ., αφοσιώνομαι: Συγκεντρώνομαι στις μελέτες / στα διαβάσματά μου. Ο θόρυβος με εμποδίζει να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου.

[λόγ. συγ- (δες συν-) κέντρ(ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. concentrer (< αρχ. κέντρον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες