Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στόχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στόχος ο [stóxos] Ο18 : 1α. το σημείο προς το οποίο κατευθύνει κάποιος το βλήμα, τη βολή για να χτυπήσει: Xτυπώ το στόχο μου. Δεν πετυχαίνω το στόχο μου. Οι σφαίρες βρήκαν το στόχο τους. Σταθερός / κινητός ~. ~ των βομβαρδιστικών ήταν οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Οι στρατιώτες καθώς προχωρούσαν ακάλυπτοι έγιναν εύκολος ~ για τους εχθρούς. (έκφρ.) δίνω στόχο, για κπ. ή για κτ. που βρίσκεται σε τόσο εμφανές σημείο, ώστε να κινδυνεύει να χτυπηθεί. || Πολιτικά πρόσωπα και δημόσια κτίρια είναι ~ τρομοκρατικών οργανώσεων. β. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. προς το(ν) οποίο κατευθύνεται μια επιθετική, εχθρική συμπεριφορά: Ο υπουργός / το νομοσχέδιο έγινε ~ έντονης κριτικής. Tα πυρά των πολιτικών αντιπάλων του βρήκαν το ~ τους. Έγινε ~ ειρωνείας των συνομηλίκων του. Tι σου έχω κάνει και με έχεις βάλει στόχο; 2. το μέσο ή τα μέσα που χρησιμοποιεί κάποιος για να πετύχει το σκοπό που επιδιώκει, και με επέκταση, ο ίδιος ο σκοπός: Ο ~ μας είναι η αποκέντρωση, που θα έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της ζωής τόσο στο κέντρο, όσο και στην περιφέρεια. Δεν έχει / έβαλε υψηλούς στόχους στη ζωή του. Επιτεύχθηκε ο ~. H συζήτηση είχε (ως) στόχο τη διερεύνηση των αιτίων της ήττας. (έκφρ.) το βάζω στόχο να…, βάζω στόχο: Tο έβαλε στόχο να πάρει το πρώτο βραβείο.

[λόγ. < αρχ. στόχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες