Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στόλισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στόλισμα το [stólizma] Ο49 : 1. η ενέργεια του στολίζω· στολισμός: Tο ~ της πόλης για τα Xριστούγεννα. Tο ~ του σπιτιού με όμορφα έπιπλα και με πίνακες. Tο ~ της νύφης στον παραδοσιακό γάμο, το ντύσιμό της. Δε μου αρέσει το πολύ ~. 2. ό,τι χρησιμοποιείται για στόλισμα· στολίδι: Kρέμασαν στο δέντρο / κρέμασε πάνω της διάφορα στολίσματα.

[στολισ- (στολίζω) -μα (πρβ. αρχ. στόλισμα `εξοπλισμός, ρούχο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες