Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στυπόχαρτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στυπόχαρτο το [stipóxarto] Ο41 : ειδικό χαρτί για την απορρόφηση της νωπής μελάνης σε χειρόγραφα κείμενα.

[λόγ. επίδρ. στο στουπόχαρτο κατά την ετυμ. στουπί (δες λ.) < στυππίον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες