Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρατοπέδευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατοπέδευση η [stratopéδefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στρατοπεδεύω, η προσωρινή εγκατάσταση στρατιωτών που βρίσκονται σε πορεία.

[λόγ. < αρχ. στρατοπέδευ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες