Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοχεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοχεύω [stoxévo] Ρ5.1α : 1. σημαδεύω ένα στόχο· σκοπεύω. 2. (μτφ.) έχω κτ. ως στόχο, επιδιώκω κτ.: Στοχεύει πολύ υψηλούς στόχους / πολύ ψηλά.

[λόγ. στόχ(ος) -εύω μτφρδ. γαλλ. viser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες