Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοίχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στοίχος ο [stíxos] Ο18 : ευθεία γραμμή που σχηματίζεται από πρόσωπα ή πράγματα τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο: Οι στρατιώτες παρατάχτηκαν σε δύο στοίχους / κατά στοίχους.

[λόγ. < αρχ. στοῖχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες