Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στιχούργημα το [stixúrjima] Ο49 : έργο γραμμένο σε στίχους, συνήθ. μειωτικά για άτεχνο ή μέτριο ποίημα.
[λόγ. < μσν. στιχούργημα < στιχουργη- (στιχουργώ) -μα]