Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιβάδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιβάδα η [stiváδa] Ο26 : πυκνό και παχύ στρώμα ύλης: Στιβάδες χιονιού· (πρβ. χιονοστιβάδα). || (ανατ.) ιστός που αποτελείται από ομοειδή στοιχεία: Οι στιβάδες του δέρματος. Επιθηλιακή / λιπώδης ~.

[λόγ. < αρχ. στιβάς, αιτ. -άδα `στρώμα΄ & σημδ. γαλλ. couche]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες