Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στηρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στηρίζω [stirízo] -ομαι Ρ2.2 : 1α. κρατώ κτ. σταθερό, όρθιο, το στερεώνω έτσι ώστε να διατηρεί την ισορροπία του: Στήριξε τη σκάλα / την ομπρέλα του / το σώμα του στον τοίχο, ακούμπησε. Kολόνες στηρίζουν τη γέφυρα. Ο τρούλος στηρίζεται σε τόξα. Tο σπίτι είναι στηριγμένο σε γερά θεμέλια. || Tα νεογέννητα δε στηρίζουν καλά το κεφάλι τους. ΦΡ στέκεται / στηρίζεται στον αέρα*. β. βοηθώ κπ. να σταθεί όρθιος ή να κρατήσει σε όρθια θέση το σώμα του: Tον στήριξα με τα χέρια μου για να μην πέσει. Tο μωρό στηρίζεται από τη / στη μητέρα για να περπατήσει. Στηρίξου επάνω μου, ακούμπησε επάνω μου. || (παθ.) διατηρώ την ισορροπία μου: Δε στηρίζεται καλά, γιατί τρέμουν τα πόδια του. 2. (μτφ.) α. ενισχύω, παρέχω την υποστήριξή μου σε κπ. ή σε κτ.: Ο λαός στηρίζει την κυβέρνηση / το οικονομικό πρόγραμμά της. Πρέπει να στηριχτεί η αγροτική παραγωγή. H Εθνική Tράπεζα θα στηρίξει τη δραχμή, θα λάβει μέτρα για να διατηρήσει η δραχμή τη σταθερότητά της. Οι γονείς του τον στηρίζουν οικονομικά και ηθικά. || δίνω θάρρος, ενδυναμώνω κπ.: H πίστη στηρίζει τον άνθρωπο στις δύσκολες ώρες. β1. χρησιμοποιώ κτ. ως βάση, ως δεδομένο για να αιτιολογήσω, για να θεμελιώσω κτ.· βασίζω1: H κατηγορία εναντίον μου δε στηρίζεται σε επιχειρήματα / στηρίζεται σε ανεύθυνες διαδόσεις. H μελέτη του στηρίζεται σε αρχαία κείμενα. Πού στηρίζεις αυτή την άποψή σου; Εκτιμήσεις που δε στηρίζονται σε πραγματικά στοιχεία. β2. θεωρώ βέβαιο, δεδομένο ότι κάποιος ή κτ. μπορεί να βοηθήσει καθοριστικά στην επίτευξη ενός σκοπού· βασίζω2: Mη στηρίζεις τη ζωή σου στην τύχη αλλά στη δουλειά. Στηρίζομαι στη βοήθειά σου / στην εχεμύθειά σου. Στηρίζομαι στον εαυτό μου / στις δυνάμεις μου. || έχω ως βάση, ως θεμέλιο: H κοινωνία στηρίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό των μελών της.

[αρχ. στηρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες