Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεφάνι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεφάνι το [stefáni] Ο44 : 1α. κυκλική κατασκευή που τοποθετείται επά νω στο ανθρώπινο κεφάλι, ως στοιχείο διακοσμητικό ή ως τιμητική διάκριση: Φτιάχνω / πλέκω ~ με λουλούδια. Bάζω / φοράω ένα ~ (στο κεφάλι μου). Ένα ~ από δάφνη / από κισσό / από βελανιδιά / από ελιά. Ένα ~ για το νικητή. Xρυσό ~. || Πρωτομαγιάτικο ~, στεφάνι από λουλούδια που το κατασκευάζουν την ημέρα της πρωτομαγιάς. β. μεγάλο στεφάνι, συνήθ. με ξύλινο υποστήριγμα, για νεκρό, που τοποθετείται σε τάφο ή συχνά σε άγαλμα ή μνημείο ως ένδειξη σεβασμού: ~ κηδείας. Kαταθέτω ~ στον τάφο κάποιου / στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. γ. ηθική αμοιβή: Tο ~ του μαρτυρίου / της νίκης. 2α. το καθένα από τα δύο κυκλικά συνήθ. διακοσμημένα αντικείμενα που μοιάζουν με στεφάνι και τοποθετούνται στα κεφάλια των δύο μελλονύμφων κατά την τελετή του θρησκευτικού γάμου· στέφανο: Bάζω ~, παντρεύομαι. β. (οικ.) ο νόμιμος γάμος, ιδίως ο θρησκευτικός: Έχω κπ. / κάποια χωρίς ~, δεν τον παντρεύομαι αλλά συζώ μαζί του. Tιμάω το ~ μου, είμαι πιστός στο / στη σύζυγό μου. Πατάω το ~ μου, διαπράττω μοιχεία. (ως ευχή) να χαίρεσαι το ~ σου. || (επέκτ., προφ.) ο σύζυγος ή η σύζυγος: Ό,τι πει το ~ μου. 3. (προφ.) η στεφάνη: Ξύλινο βαρέλι με μεταλλικά στεφάνια.

[μσν. στεφάνιν < ελνστ. στεφάνιον υποκορ. του αρχ. στέφανος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεφανιαίος -α -ο [stefaniéos] Ε4 : (ανατ.) 1. που έχει σχήμα στεφάνης: H στεφανιαία ραφή του κρανίου / φλέβα του στομάχου. Ο ~ κόλπος της καρδιάς. Οι δύο στεφανιαίες αρτηρίες και οι τρεις στεφανιαίες φλέβες της καρδιάς. || (ως ουσ.) η στεφανιαία, καθεμιά από τις δύο στεφανιαίες αρτηρίες της καρδιάς. (ιατρ.): Θρόμβωση / ανεπάρκεια της στεφανιαίας. 2. που έχει σχέση με τη στεφανιαία αρτηρία: Στεφανιαία αγγεία. Στεφανιαία κυκλοφορία. (ιατρ.) Στεφανιαία ανεπάρκεια.

[λόγ. < ελνστ. στεφανιαῖος `σαν στεφάνι΄ σημδ. γαλλ. coronaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες