Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στενόμακρος -η -ο [stenómakros] Ε5 : που είναι στενός και μακρύς· μακρόστενος: ~ διάδρομος. Στενόμακρη αίθουσα. Ένα στενόμακρο τραπέζι με μήκος τρία μέτρα και πλάτος ένα.
[ελνστ. στενόμακρος]