Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στενόμακρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στενόμακρος -η -ο [stenómakros] Ε5 : που είναι στενός και μακρύς· μακρόστενος: ~ διάδρομος. Στενόμακρη αίθουσα. Ένα στενόμακρο τραπέζι με μήκος τρία μέτρα και πλάτος ένα.

[ελνστ. στενόμακρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες