Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στείρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στείρα η [stíra] Ο25 : είδος ψαριού.

[ίσως αρχ. στεῖρα (πρβ. αρχ. στεῖρα `μπροστινό μέρος της καρίνας΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες