Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταθεροποίηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταθεροποίηση η [staθeropíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταθεροποιώ, η επίτευξη σταθερότητας. ANT αποσταθεροποίηση: ~ της δημοκρατίας / του καθεστώτος / της κυβέρνησης. || (οικον.) ~ των τιμών. ~ του νομίσματος, η επίτευξη σταθερότητας στην αγοραστική αξία ενός νομίσματος, η εξουδετέρωση των διακυμάνσεων της αγοραστικής αξίας ενός νομίσματος.

[λόγ. σταθεροποιη- (σταθεροποιώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες