Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στήριξη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στήριξη η [stíriksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στηρίζω. 1. τοποθέτηση με κατάλληλο τρόπο ή χρησιμοποίηση των κατάλληλων μέσων για να μείνει κτ. σταθερό: Ο τοίχος είναι ετοιμόρροπος και χρειάζεται ~. H ~ των πρανών του εδάφους θα γίνει με αντηρίδες. 2. (μτφ.) α. υποστήριξη, βοήθεια και συμπαράσταση που παρέχεται σε κπ. για να μην καμφθεί, να μη λυγίσει: Tο παιδί χρειάζεται τη ~ των δασκάλων του για να ξεπεράσει τις δυσκολίες του. || λήψη των κατάλληλων μέτρων για να ενισχυθεί κτ.: H ~ του εθνικού νομίσματος / της οικονομίας είναι έργο των αρμόδιων υπηρεσιών. β1. αιτιολόγηση, θεωρητική θεμελίωση: Έφερε ατράνταχτα επιχειρήματα για / προς ~ των απόψεών του. β2. το να βασίζεται κάποιος σε κτ.: Ήταν λάθος η ~ όλων των ελπίδων μας στην ξένη βοήθεια.

[λόγ. στηρικ- (στηρίζω) -σις > -ση (διαφ. το αρχ. στήριξις `εντοπισμός πόνου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες