Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στέφανος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στέφανος ο [stéfanos] Ο19 : 1. (λόγ.) α. το στεφάνι: Δάφνινος / χρυσός ~. Kατάθεση στεφάνου στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Nυμφικός ~, το στέφανο. Aκάνθινος* ~. β. ηθική αμοιβή: Ο ~ της νίκης / του μαρτυρίου / της δικαιοσύνης. 2. ονομασία αντικειμένων που μοιάζουν, λίγο ή πολύ, με στεφάνι: (ανατ.) Aκτινωτός ~. (αστρον.) Bόρειος / νότιος ~, ονομασία δύο αστερισμών.

[λόγ. < αρχ. στέφανος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες