Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπόρια
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σποριάζω [sporjázo] Ρ2.1α μππ. σποριασμένος : για καρπούς που, όταν αποκτήσουν πολλούς και πολύ ώριμους σπόρους, γίνονται λιγότερο γευστικοί ή και ακατάλληλοι για φάγωμα: Σποριασμένες ντομάτες / μελιτζάνες / μπάμιες.

[σπόρ(ος) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σποριάρικος -η -ο [sporjárikos] Ε5 : για καρπό που έχει σποριάσει, του οποίου οι σπόροι έχουν ωριμάσει υπερβολικά: Σποριάρικο αγγούρι.

[σποριάρ(ης `σποριασμένος καρπός΄ < σπόρ(ος) -ιάρης) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπόριασμα το [spórjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του σποριάζω.

[σποριασ- (σποριάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες