Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπρώχνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπρώχνω [spróno & zbróno] -ομαι Ρ3 : 1. ασκώ πίεση επάνω σε κπ. ή σε κτ. πιέζοντάς το(ν) με τα χέρια ή και με ολόκληρο το σώμα για να το(ν) μετακινήσω προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση: Mη με σπρώχνεις! Mη σπρώχνετε. Tον έσπρωξε για να περάσει πρώτος. Tην έσπρωξε απότομα και την έριξε στο νερό. Σπρώχνοντας κατάφερε να ανοίξει δρόμο μέσα στο πλήθος. Οι αστυνομικοί έσπρωχναν βίαια τους διαδηλωτές προς τις παρόδους. Άνοιξε την πόρτα σπρώχνοντάς την. Έσπρωχνε το καροτσάκι του μωρού. Ο αέρας έσπρωχνε τα σύννεφα προς τα δυτικά. || (παθ.) προχωρώ σπρώχνοντας τους άλλους: Mη σπρώχνεστε, όλοι θα μπείτε! 2. (μτφ., προφ.) α. εξωθώ κπ. σε μια ενέργεια, δημιουργώ τις συνθήκες εκείνες που τον οδηγούν στο να διαπράξει κτ. παρακινδυνευμένο, παράνομο, ανήθικο κτλ.: Aυτή τον έσπρωξε στο έγκλημα. Οι κακές συνθήκες εργασίας σπρώχνουν τους εργάτες σε απεργία. || (έκφρ.) ~ κπ. στα άκρα, σε ενέργειες ακραίες. β. κατευθύνω κπ. ή κτ. παρεμβαίνοντας δυναμικά: Οι γονείς του τον σπρώχνουν να πάει στο πανεπιστήμιο. || προωθώ κτ. το οποίο κινείται πολύ αργά, εξελίσσεται με βραδείς ρυθμούς: Πρέπει να τη σπρώξουμε λίγο την υπόθεση.

[μσν. σπρώχνω < αρχ. προωθῶ (ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με την αντων. τους, τις και ανασυλλ. [tus-p > tusp > tus-sp] ) ή αρχ. *εἰσπροωθῶ (με αποβ. του αρχικού άτ φων.) μεταπλ. -νω: σπροώθνω με αποφυγή της χασμ. και τροπή [θn > xn] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες