Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπηλιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπηλιά η [spilá] Ο24 : βαθύ κοίλωμα μέσα σε βράχο ή κάτω από το έδαφος, το σπήλαιο: Σκοτεινή / βαθιά ~. Yπόγειες σπηλιές. Θαλασσινές σπηλιές, σε βραχώδεις ακτές.

[αρχ. σπήλ(αιον) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες