Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπηλαιώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπηλαιώδης -ης -ες [spileóδis] Ε11 : 1. που μοιάζει με σπήλαιο: Σπηλαιώδες όρυγμα. Σπηλαιώδες στόμα. || ~ φωνή, βαθιά και υπόκωφη, σαν να βγαίνει από σπήλαιο. 2. (ιατρ.) Σπηλαιώδεις πνεύμονες, που έχουν σπήλαια2. || ~ αναπνοή, από την ακρόαση ενός πνεύμονα στον οποίο έχει σχηματιστεί σπήλαιο.

[λόγ.: 1: αρχ. σπηλαιώδης· 2: σημδ. γαλλ. caverneux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες