Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπαρτά
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαρτακισμός ο [spartakizmós] Ο17 : η επαναστατική κομμουνιστική πολιτική τάση των σπαρτακιστών.

[λόγ. < γαλλ. spartacisme < spartac(iste) = σπαρτακ(ιστής) -isme = -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαρτακιστής ο [spartakistís] Ο7 : (ιστ.) μέλος της επαναστατικής κομμουνιστικής οργάνωσης «Σπάρτακος» του K. Λίμπνεχτ και της Ρ. Λούξεμπουργκ (στη Γερμανία, 1916-19), και, αργότερα, υποστηρικτής των απόψεών τους.

[λόγ. < γερμ. Spartakist < λατ. Spartac(us) `όν. δούλου επαναστάτη στην αρχαία Ρώμη΄ -ist = -ιστής (πρβ. ελνστ. Σπαρτάκειος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαρτάρισμα το [spartárizma] Ο49 : το να σπαρταρά κάποιος· σπασμωδικό τίναγμα: Zωηρό ~. || (συνήθ. μτφ., οικ.): Tα πρώτα σπαρταρίσματα της ζωής, σκιρτήματα.

[σπαρταρισ- (σπαρταρίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαρταριστός -ή -ό [spartaristós] Ε1 : I. για ψάρια που μόλις τώρα τα έχουν ψαρέψει και τραβήξει έξω από το νερό, και ακόμα σπαρταρούν, είναι ζωντανά: Φρέσκα, σπαρταριστά ψάρια. || για πολύ φρέσκα ψάρια. II. (μτφ.) α. για περιγραφή, αφήγηση ή, γενικότερα, για οποιουδήποτε είδους αναπαράσταση γεγονότων, που έχει στόχο να μας διασκεδάσει ή να μας ευθυμήσει, και το πετυχαίνει με τη ζωντάνια, τη σπιρτάδα: Σπαρταριστή κωμωδία. Σπαρταριστά ανέκδοτα. Σπαρταριστές ιστορίες / περιγραφές. Σπαρταριστή (θεατρική) παράσταση. || ~ (θεατρικός κτλ.) ρόλος. β. Σπαρταριστό γέλιο, πολύ ζωηρό και εύθυμο.

[σπαραταρισ- (σπαρταρίζω) -τός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαρταρώ [spartaró] & -άω Ρ10.1α & σπαρταρίζω [spartarízo] Ρ2.1α : α. για ψάρια που κινούνται σπασμωδικά, όταν τα βγάζουν έξω από το νερό. || κινούμαι με συνεχείς σπασμωδικές κινήσεις: Έπεσε κάτω και σπαρταρού σε από τον πόνο. Σπαρταρούσε ολόκληρος από τα γέλια. β. (μτφ.) πάλλομαι από έντονη συγκίνηση: Σπαρταρούσε ολόκληρος από φόβο / από χαρά. Σπαρταρά η καρδιά / η ψυχή μου.

[ίσως συμφυρ. αρχ. ἀσπαίρω `σπαρταρώ΄ (με αποβ. του αρχικού άτ φων.) + λαχταρώ: (α)σπαίρ(ω) - (λαχ)ταρώ και υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] · σπαρταρ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. σπαρταρησ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες