Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σπαράσσω [sparáso] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) σπαράζω. 1. (για σαρκοβόρα ζώα, θηρία) διαμελίζω, σκίζω βίαια με δόντια και νύχια το θήραμά μου και το τρώω· κατασπαράσσω. 2. προξενώ ψυχικό πόνο, βαθύτατη θλίψη: Σπαράσσει την ψυχή μου
3. υποφέρω από βαθύτατη θλίψη: Σπαράσσει η ψυχή μου
4. (παθ.) υποφέρω, δοκιμάζομαι σκληρά: H χώρα σπαράσσεται από τα πολιτικά μίση και πάθη.
[λόγ. < αρχ. σπαράσσω]