Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ΣΟΣ το [sós] Ο (άκλ.) : διεθνές ραδιοτηλεγραφικό σήμα κινδύνου: Tο μότορσιπ εξέπεμψε ~. || οποιαδήποτε έκκληση για βοήθεια από πρόσωπα που βρίσκονται σε κίνδυνο. || σε οικείο ύφος, για οτιδήποτε θεωρούμε ότι κινδυνεύει: H οικονομία εκπέμπει ~.
[αγγλ. SΟS (επειδή τα τρία αυτά γράμματα χτυπιούνται εύκολα στον ασύρματο)]
- σοσιαλδημοκράτης ο [sosialδimokrátis] Ο10 θηλ. σοσιαλδημοκράτισσα [sosialδimokrátisa] Ο27 : οπαδός της σοσιαλδημοκρατίας.
[λόγ. < γερμ. Sozialdemokrat < Sozial(ist) = σοσιαλ(ιστής) + Demokrat = δημοκράτης· λόγ. σοσιαλδημοκράτ(ης) -ισσα]
- σοσιαλδημοκρατία η [sosialδimokratía] Ο25 : πολιτικό σύστημα που επιδιώκει κοινωνικοοικονομικές αλλαγές στη βάση ενός κοινοβουλευτικού μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού. || το σύνολο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
[λόγ. < γερμ. Sozialdemokratie < Sozial(ismus) = σοσια λ(ισμός) + Demokratie = δημοκρατία]
- σοσιαλδημοκρατικός -ή -ό [sosialδimokratikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σοσιαλδημοκράτη ή στη σοσιαλδημοκρατία.
[λόγ. < γερμ. sozialdemokratisch < Sozialdemokrat = σοσιαλδημοκράτ(ης) -isch = -ικός]
- σοσιαλίζω [sosialízo] Ρ2.1α : εφαρμόζω σοσιαλιστικές μεθόδους ή ακολουθώ σοσιαλιστική πολιτική.
[λόγ. σοσιαλ(ισμός) -ίζω (αναδρ. σχημ.)]
- σοσιαλίζων -ουσα -ον [sosialízon] Ε12 : που εφαρμόζει σοσιαλιστικές μεθόδους ή ακολουθεί σοσιαλιστική πολιτική: Σοσιαλίζοντες πολιτικοί.
[λόγ. μεε. του σοσιαλίζω]
- σοσιαλισμός ο [sosializmós] Ο17 : κοινωνικοοικονομική θεωρία και σύστημα που πρεσβεύει την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής: Ουτοπικός* / επιστημονικός / υπαρκτός* ~.
[λόγ. < γαλλ. socialisme (-isme = -ισμός)]
- σοσιαλιστής ο [sosialistís] Ο7 θηλ. σοσιαλίστρια [sosialístria] Ο27 : οπαδός του σοσιαλισμού. || (πληθ.) το κόμμα των σοσιαλιστών: Συμμετοχή των σοσιαλιστών στην κυβέρνηση. || (ως επίθ.): Οι σοσιαλιστές υπουργοί.
[λόγ. < γαλλ. socialiste (-iste = -ιστής)· λόγ. σοσιαλισ(τής) -τρια]
- σοσιαλιστικός -ή -ό [sosialistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το σοσιαλισμό, που ανήκει ή που αναφέρεται στο σοσιαλισμό ή στους σοσιαλιστές: Οι οπαδοί της σοσιαλιστικής θεωρίας. Σοσιαλιστικά κόμματα.
[λόγ. σοσιαλιστ(ής) -ικός]
- σοσόνι το [sosóni] Ο44 : είδος κοντής κοριτσίστικης κάλτσας που φτάνει ως τον αστράγαλο.
σοσονάκι το YΠΟKΟΡ. [γαλλ. chausson -ι]