Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκριν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκρίνιο το [skríno] Ο39 : είδος ψηλού μπουφέ με μικρό βάθος, του οποίου το επάνω τμήμα χρησιμοποιείται ως βιτρίνα.

[ελνστ. σκρίνιον < λατ. scrin(ium) -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες