Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοτοδίνη η [skotoδíni] Ο30 : ζαλάδα που συνοδεύεται από παροδική απώλεια της όρασης και της ισορροπίας, καθώς και από βόμβο στα αυτιά: Mου ήρθε / μ΄ έπιασε μια ~.
[λόγ. < αρχ. σκοτοδινία με σφαλερή αλλ. κατά το δίνη]