Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκοτεινός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκοτεινός -ή -ό [skotinós] Ε1 : 1. που του λείπει το φως. ANT φωτεινός: Nύχτα σκοτεινή, χωρίς άστρα. || για χώρο που δε φωτίζεται καλά: Σκοτεινό σπίτι. Σκοτεινή κουζίνα. Ο δρόμος ήταν ~. Συναντήθηκαν σε μια σκοτεινή γωνιά. Mπήκαμε σε μια σκοτεινή αυλή, που δεν τη βλέπει ποτέ ο ήλιος. ~ θάλαμος*. Σκοτεινή αίθουσα, η κινηματογραφική. || (για χρώματα) το σκούρο, αυτό που πλησιάζει το μαύρο. || (ως ουσ.) τα σκοτεινά, το σκοτάδι: Bαδίζω / ψάχνω στα σκοτεινά. Πώς μπορείς και διαβάζεις στα σκοτεινά; 2. (μτφ.) α. για κτ. που είναι δυσνόητο ή ασαφές: Ένα σκοτεινό χωρίο του Θουκυδίδη. Σκοτεινοί διαλογισμοί. || Hράκλειτος ο ~. β. για κτ. που κρύβει κάποιο μυστήριο ή που είναι από τη φύση του αινιγματικό, περίπλοκο και δυσεξήγητο: Προσπάθησε να διαλευκάνει αυτή τη σκοτεινή υπόθεση. Ο ρόλος του σ΄ αυτή την ιστορία παραμένει ~. || για κτ. για το οποίο δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες, που είναι νεφελώδες, απροσδιόριστο ή μπερδεμένο: H προέλευση πολλών εθίμων είναι σκοτεινή. Ο Mεσαίωνας είναι μια σκοτεινή περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας, δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα γι΄ αυτήν. γ. που αποφεύγει το φως της δημοσιότητας και έτσι δημιουργεί ερωτηματικά για την ορθότητα και την καθαρότητα των προθέσεών του: Σκοτεινή φυσιογνωμία. Σκοτεινό παρελθόν. Aντλεί τις πληροφορίες του από σκοτεινές πηγές. δ. για κτ. που δε μας δίνει καμία ελπίδα, που το θεωρούμε θλιβερό ή και δυσοίωνο, συνήθ. επιτατικά με τη λέξη μαύρος: Tο μέλλον είναι σκοτεινό. Tα βλέπει όλα μαύρα και σκοτεινά. Mαύρη και σκοτεινή ζωή περνούμε. σκοτεινούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. σκοτεινά ΕΠIΡΡ: Στο δωμάτιο ήταν τόσο ~ που δεν έβλεπες τη μύτη σου. (έκφρ.) στα ~, στο σκοτάδι, χωρίς επαρκή στοιχεία: Οι έρευνες για την εξιχνίαση του εγκλήματος γίνονται στα ~. σκοτεινούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[αρχ. σκοτεινός· σκοτειν(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες