Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκοτίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκοτίζω [skotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. παρενοχλώ, ζαλίζω κπ. με μικροπροβλήματα και έγνοιες που δεν έχει καμιά διάθεση να ακούσει: Mας σκότισες με τα οικογενειακά σου! Ουφ! με σκότισες πια! 2. (παθ.) για κτ. που με απασχολεί έντονα, δημιουργώντας μου μια αίσθηση ανησυχίας και ενόχλησης: Tι σκοτίζεσαι γι΄ αυτό το παλιόπαιδο; Mη σκοτίζεσαι εσύ γι΄ αυτά! (έκφρ.) σκοτίστηκα!, δε με νοιάζει καθόλου, πολύ που με νοιάζει!

[ελνστ. σκοτίζω `κάνω κτ. σκοτεινό΄, σκοτίζομαι `ζαλίζομαι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες