Παράλληλη αναζήτηση
24 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκορ το [skór] Ο (άκλ.) : το αποτέλεσμα, σε βαθμούς ή σε τέρματα, μιας αθλητικής συνάντησης: Tο ~ του ποδοσφαιρικού αγώνα ήταν 2-0.
[λόγ. < αγγλ. score ή μέσω του γαλλ. score]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοράρισμα το [skorárizma] Ο49 : (αθλ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκοράρω.
[σκοράρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκοράρω [skoráro] Ρ6α : (αθλ.) σημειώνω βαθμούς ή τέρματα σε μια αθλητική συνάντηση.
[σκορ -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκορβούτο το [skorvúto] Ο39 : ασθένεια που προκαλείται από την έλλειψη ή από την ανεπάρκεια της βιταμίνης C στον οργανισμό και της οποίας τα συμπτώματα είναι πυρετός, αναιμία, αιμορραγίες, γαστρεντερίτιδα.
[λόγ. επίδρ. στο λαϊκό σκορμπούτο < ιταλ. scorbuto]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκορδαλιά η [skorδalá] Ο24 : ορεκτικό σε πολτώδη μορφή με βάση το σκόρδο.
[συμφυρ. σκόρδ(ο) + αλιά(δα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκορδάτος -η -ο [skorδátos] Ε3 : που έχει σκόρδο: Σκορδάτο φαγητό. Σκορδάτο σαλάμι.
[επίθ. < ελνστ. ουσ. σκορδᾶτον τό]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκορδίλα η [skorδíla] Ο25α : η έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά του σκόρδου.
[σκόρδ(ο) -ίλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκόρδο το [skórδo] Ο39 : βολβώδες φυτό με εξαιρετικά έντονη και πικάντικη μυρωδιά, καθώς και ο αποξηραμένος βολβός του: Φρέσκα σκόρδα. Ένα κεφάλι / μια σκελίδα σκόρδο. ΦΡ σκόρδα! ή σκόρδα στα μάτια σου!, επιφώνημα για την αποτροπή της βασκανίας. ΠAΡ Aραιά* τα σκόρδα να χοντραίνουν.
σκορδάκι το YΠΟKΟΡ. [ελνστ. σκόρδον < αρχ. σκόροδον (ανομ. αποβ. του μεσαίου [o] )]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκορδοκαΐλα η [skorδokaíla] Ο25α : (προφ.) ως έκφραση περιφρονητικής αδιαφορίας, σκασίλα: Είχα μια ~! ~ μου!
[σκόρδ(ο) -ο- + καΐλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκορδόξιδο το [skorδóksiδo] Ο41 : κοπανισμένο σκόρδο ανακατεμένο με ξίδι· σκορδοστούμπι1.
[σκόρδ(ο) -ο- + ξίδ(ι) -ο]