Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκανάρισμα το [skanárizma] Ο49 : (πληροφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκανάρω: ~ κειμένου / εικόνας.
[σκαναρισ- (σκανά ρω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκανάρω [skanáro] -ομαι Ρ6 : (πληροφ.) εισάγω μια εικόνα ή ένα κείμενο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή περνώντας τα από σκάνερ: Οι εικόνες σκανάρονται, υφίστανται επεξεργασία και στη συνέχεια εκτυπώνονται. Είναι πολύ πιο εύκολο να σκανάρεις ένα κείμενο παρά να το πληκτρολογήσεις από την αρχή.
[αγγλ. scan -άρω]